- θεός
- Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν.
Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους κινδύνους που έπρεπε να αντιμετωπίσει στα πρώτα βήματά του πάνω στη Γη. Ο άνθρωπος άρχισε να αποδίδει ψυχή και ζωή σε καθετί που τον περιστοίχιζε, ξεχωρίζοντας στη φύση δυνάμεις πιο ισχυρές από αυτόν και πιστεύοντας ότι σε αυτές κρυβόταν ένα υπεράνθρωπο ον, που ενεργούσε μόνιμα σε μια ευρεία σφαίρα δραστηριότητας. Η αντίληψη αυτή διευρυνόταν σιγά-σιγά σε ένα πλήθος θεοτήτων (πολυθεΐα), που όμως συχνά αποτελούσαν προσωποποιήσεις ενός και του αυτού υπέρτατου όντος. Σε αυτό μπορούμε να διακρίνουμε την προσπάθεια του ανθρώπου να εμβαθύνει σε όλο το άπειρο της θείας ουσίας, υποδιαιρώντας την σε πολλές περιοχές εξουσίας και δίνοντας σε καθεμία από αυτές μορφή και όνομα θεότητας. Αντίθετα, σε μερικούς λαούς η θεία ουσία παρέμεινε ενωμένη σε ένα και μοναδικό ον (μονοθεΐα), που οι Κινέζοι ταύτισαν με τον Ουρανό και το ονόμασαν Υπέρτατο Κύριο, ενώ για τους Εβραίους έγινε ο Ελ, Ελοχείμ, Γιαχβέ. Συγχρόνως αναπτύχθηκε ένα παράλληλο φαινόμενο, που έτεινε να δώσει στη θεότητα μορφές και αισθήματα ανθρώπινα (ανθρωπομορφισμός). Αλλά και όταν ακόμα η θεότητα έπαιρνε όψη διαφορετική από την ανθρώπινη, αυτό γινόταν για να υπενθυμίσει μία προηγούμενη λατρεία, που αποδιδόταν, όπως για παράδειγμα στην Αίγυπτο, στα ζώα, ή για να δώσει, όπως στις Ινδίες, μεγαλύτερη έκφραση στην έννοια της θείας δύναμης και υπεροχής, αλλοιώνοντας τις ανθρώπινες μορφές με περίεργο και τερατώδη τρόπο.
Η εβραϊκή αντίληψη για τη θεότητα συνεπάγεται κατά τρόπο ουσιαστικό την επέμβαση του Θ. στον χρόνο και στην εκλογή του εβραϊκού λαού. Για τους μουσουλμάνους, ο Θ. (Αλλάχ) είναι ένας, μοναδικός, υπερβατικός, κύριος των ανθρώπων, στους οποίους έδωσε έναν νόμο, που αυτοί πρέπει να τηρούν με τέλεια υποταγή. Σε άλλους λαούς, η ιδέα του Θ. εκδηλώνεται ως μια κρυφή παρουσία, η οποία όμως γίνεται αντιληπτή στο σύμπαν, στην ουσία των πραγμάτων και στην πορεία των γεγονότων. Η αίσθηση αυτή για τον Θ. εκφράζεται με έναν κοσμικό συμβολισμό, που παρουσιάζει τον κόσμο ως ένα σύνολο ιερών σημείων προς αποκρυπτογράφηση. Από αυτά το πιο σεβαστό είναι o Ουρανός, που αγκαλιάζει το σύμπαν και υψώνεται πάνω από αυτό, σε ένα απρόσιτο ύψος. Ο Ήλιος, πάλι, εκφράζει το θείο ως πηγή φωτός και ζωής, ενώ η Γη είναι σύμβολο πιο άμεσα υλικό, που συνδέεται με το σύμπαν και τη γονιμότητα. Σε όλες αυτές τις θρησκείες, που ονομάζονται κοσμικές, η ορμή προς το υπερβατικό σταματά και μερικές φορές εξαφανίζεται τελείως, όπως συμβαίνει με την πολυθεΐα και τον πανθεϊσμό, όπου το ιερό παίρνει ανθρώπινη μορφή και το σύμπαν κατοικείται από πλήθος θεών, η κάθε ψυχή είναι ένα μόριο της θεότητας, αιχμάλωτο του αισθητού κόσμου, από τον οποίο πρέπει να απελευθερωθεί για να ξαναγυρίσει στην αληθινή του πατρίδα. Αυτός είναι o δρόμος που χάραξαν οι πυθαγόρειοι και ο Πλάτων. Ο ινδουισμός παρουσιάζει διπλή όψη στη θεώρηση του θείου και μερικές φορές βυθίζεται σε μία παγκόσμια ψυχή ή υιοθετεί μία ριζοσπαστική εγκατάλειψη για τα εγκόσμια, για την οποία ο κόσμος είναι καθαρή αυταπάτη και η μόνη πραγματικότητα είναι η πρωταρχική ενότητα.
H σκέψη του Θ. δεν υπήρξε μόνο αντικείμενο της πίστης των πιστών, αλλά προκάλεσε το ενδιαφέρον και των φιλοσόφων, οι οποίοι στον Θ. βλέπουν συχνά τη δυνατότητα να φτάσουν στον τελικό σκοπό της έρευνάς τους. H διαφορά μεταξύ της φιλοσοφικής αντίληψης για τον Θ. και της θρησκευτικής είναι φανερή στα τρία θεμελιώδη προβλήματα που αφορούν τον Θ.: τη φύση του, τις σχέσεις του με τον κόσμο, τη δυνατότητα γνώσης του. Μελετώντας τη φύση του Θ., το ανθρώπινο λογικό κατορθώνει να τον αντιληφθεί ως υπέρτατο και κατά συνέπεια ως καθαρό ον είτε ως πρώτη και τελική αιτία του κόσμου (οντολογική άποψη) είτε ως υπέρτατη αρχή της τάξης στον κόσμο, του ανθρώπινου λογικού, της αντιστοιχίας μεταξύ ιδεών και πραγμάτων (λογική άποψη) ή ακόμα ως απόλυτη αξία (αξιολογική άποψη).
Στις σχέσεις του Θ. με τον κόσμο δύο λύσεις μπορούν να υπάρξουν: η διαρχική ή θεϊστική, που θεωρεί τον Θ. ξεχωριστό από τον κόσμο, γιατί είναι υπερβατικός σε αυτόν, και η μονιστική ή πανθεϊστική, που θεωρεί τον Θ. ως εσωτερική αρχή του κόσμου και κατά συνέπεια έμμονη. Στο θέμα της γνώσης του Θ. οι δύο ακραίες θέσεις είναι: της νοησιαρχίας, σύμφωνα με την οποία μπορεί να γνωρίσει κανείς τον Θ. άμεσα από τη διάνοια, και του αγνωστικισμού, που αρνείται κάθε δυνατότητα γνώσης σχετικά με τον Θ. Από αυτό προέρχονται τα ρεύματα πίστης που υποστηρίζουν ότι o άνθρωπος αισθάνεται τον Θ. με την καρδιά και όχι με τον νου (Πασκάλ: «υπάρχουν λογικές που μόνο η καρδιά μπορεί να καταλάβει»). Το ρεύμα αυτό ακολουθούν είτε οι υποστηρικτές της οδού της άρνησης, της via negationis (ο Θ. δεν είναι αγαθός, νοήμων κλπ. όπως o άνθρωπος, συνεπώς δεν μπορούμε να του αποδώσουμε τις ιδιότητες αυτές και γι’ αυτό δεν είναι δυνατόν να τον περιγράψουμε ή να τον γνωρίσουμε), είτε οι υποστηρικτές της οδού της ανωτερότητας, της via eminentiae (o Θ. είναι αγαθός, νοήμων κλπ., δηλαδή η απόλυτη τελειότητα).
Κάθε γνώση του Θ. όμως προϋποθέτει το βασικό πρόβλημα, την ύπαρξή του. Αυτό αποτελεί το αντικείμενο της θεοδικίας, της προπαιδευτικής επιστήμης για τη θεολογία, και θέλει να προσφέρει σε αυτή μία βάση ορθολογισμού, πάνω στην οποία θα χτίσει ύστερα το θεολογικό οικοδόμημα. Η σχολαστική φιλοσοφία προσέφερε για την ύπαρξη του Θ. αποδείξεις: α) ιδεολογικής μορφής: ο Θ., κατά τον Αυγουστίνο, φωτίζει εσωτερικά τη διάνοια του ανθρώπου, που ανοίγεται με αυτό τον τρόπο στην κατανόησή του· β) ηθικής μορφής: ο Θ. γίνεται αποδεκτός ως υπέρτατο ον και επειδή όλοι οι άνθρωποι δεν μπορούν να κάνουν λάθος, ο Θ. υπάρχει· γ) δεοντολογικής μορφής: το ανθρώπινο γένος αναγνωρίζει την ανάγκη ενός υπέρτατου ηθικού νόμου και την ανάγκη ενός υπέρτατου νομοθέτη, δηλαδή του Θ.· ε) οντολογικής a priori μορφής: ο Θ. είναι το τέλειο ον και επειδή η τελειότητα περιλαμβάνει κάθε ιδιότητα, συνεπώς και την ύπαρξη, o Θ. υπάρχει. Στα επιχειρήματα αυτά προστίθενται ως φυσική συνέπεια και τα πέντε επιχειρήματα του Θωμά Ακινάτη: α) υπάρχει η κίνηση (το πέρασμα δηλαδή από τη δύναμη στην ενέργεια) και επειδή δεν υπάρχει κίνηση χωρίς κινητήρια δύναμη, υπάρχει Θ. ως «πρώτο κινούν ακίνητο»; β) η αλυσίδα των αιτίων δεν μπορεί να είναι άπειρη, αλλά αναγκαστικά θα καταλήγει σε κάποια πρώτη αιτία, δηλαδή τον Θ.· γ) ο κόσμος είναι περιορισμένος και εξαρτημένος και επειδή το εξαρτημένο δεν έχει μέσα του τον λόγο ύπαρξής του, απαιτείται ένα απόλυτο ον, δηλαδή ο Θ.· δ) τα πράγματα που υπάρχουν παρουσιάζουν διάφορους βαθμούς τελειότητας και συνεπώς θα υπάρχει το τελικό πέρας της τελειότητας αυτής, δηλαδή o Θ.· ε) η τάξη και το τέλος του κόσμου προϋποθέτουν έναν οργανωτή και ένα τέρμα, δηλαδή έναν Θ. Μια άμεση σχέση με τη θεολογία, που βασίζεται στην αποκάλυψη, δίνεται στο θέμα ακριβώς της ύπαρξης του Θ., από τον ορισμό που ο ίδιος ο Θ. δίνει για τον εαυτό του στη Βίβλο: «Είμαι εκείνος που είμαι», ο Γιαχβέ, από το ιερό τετραγράμματο JHWH, ρηματική ρίζα αβέβαιης σημασίας, αλλά η οποία πρέπει πιθανότατα να μεταφραστεί «ο Ων» (Έξοδος γ’ 14), αυτός δηλαδή που υπάρχει, όχι με αφηρημένη έννοια, αλλά με συγκεκριμένη μορφή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Βίβλος δεν αναφέρει πουθενά ποιος είναι ο Θ., δεν αποδεικνύει την ύπαρξή του ούτε μιλάει γι’ αυτόν, όπως για ένα αντικείμενο της ανθρώπινης γνώσης. Σε κάθε σελίδα της όμως φαίνεται να μιλά ως πρωταγωνιστής της ιστορίας του λαού του. Μέσα από τη δράση αυτή μπορούν να αναπαρασταθούν οι ιδιότητές του και η φύση του, που αλλιώς δεν θα ήταν δυνατόν να γίνουν γνωστές. Ο δισταγμός των Εβραίων να πλησιάσουν το μυστήριο του Θ. από τη μια μεριά αποτελεί αναγνώριση των ορίων του ανθρώπινου λογικού μπροστά στο μεγαλείο του Θ. και από την άλλη φανερώνει τον ιερό σεβασμό των Εβραίων για τη θεότητα, της οποίας αποφεύγουν να προφέρουν ακόμη και το όνομα καθώς και να την απεικονίσουν με ανθρώπινη μορφή.
Η Καινή Διαθήκη δεν παρουσιάζει καινούργιες διδασκαλίες για τον Θ. Αυτός παραμένει πάντοτε ο Θ. των Πατέρων και των προφητών, ο μοναδικός Θ., κύριος του παντός. To βασικό στοιχείο διαφοροποίησης μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης βρίσκεται στο γεγονός ότι o Θ. όχι μόνο αποκαλύπτεται, αλλά βρίσκεται ανάμεσα στον λαό του, με ενδιάμεσό του τον Ιησού Χριστό: «Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα» (Ιωάν. ιδ’ 9).
Στην Παλαιά Διαθήκη, o Θ. ενεργούσε μέσω ανθρώπων, που είχε ο ίδιος διαλέξει για μια ορισμένη αποστολή (των προφητών). Στην Καινή Διαθήκη αντίθετα ενεργεί απευθείας με τον μονογενή υιό του, ο οποίος γίνεται o μοναδικός δρόμος προσέγγισης του Θ. «Γνωρίζω τον Θ.» σημαίνει «γνωρίζω το έργο του Ιησού Χριστού για τη λύτρωση και τη σωτηρία των ανθρώπων».
Μορφή της αγάπης αυτής είναι η σχέση που υπάρχει μεταξύ Πατέρα και Υιού: «Εγώ και ο Πατήρ εν εσμέν» (Ιωάν. ι’ 30) και «εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί» (Ιωάν. ιδ’ 11). Η στενή αυτή κοινωνία αγάπης, έργων και ζωής μεταξύ Θ. και πιστού αποτελεί όλη την ουσία του Ευαγγελίου, των Επιστολών και της δράσης των Αποστόλων και δίνει την πιο πειστική εξήγηση της επιτυχίας της διάδοσης του χριστιανισμού κατά τους πρώτους αιώνες. Με την πάροδο του χρόνου οι θεολόγοι έχτισαν τον ναό της χριστιανικής θεολογίας, αλλά ο ακρογωνιαίος λίθος όλης της οικοδομής τους είναι και παραμένει ο Ιησούς Χριστός: o δρόμος για να φτάσει κανείς στη γνώση του Θ. είναι δρόμος αγάπης, όπου οι ορμές της καρδιάς και το άγρυπνο έργο της ηθικής βελτίωσης του καθένα ανοίγουν στη διάνοια τις προσβάσεις για να φτάσει στην καθαυτό φύση του Θ.
Αντίθετα, οι προτεσταντικές Εκκλησίες έχουν διαφορετική αντίληψη για την Αγία Γραφή: ο Θ. αποκαλύπτεται στον πιστό, όχι με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά με άμεσο φωτισμό, με την ανάγνωση του ιερού βιβλίου. Ο Λούθηρος δέχεται ότι o Θ. και όχι εμείς οι ίδιοι είναι ο αυτουργός της σωτηρίας μας. Με άλλα λόγια, η σωτηρία δεν είναι έργο του ανθρώπου, αλλά μία χάρη, ένα καθαρό δώρο του Θ., που μόνο με την πίστη μπορεί να το δεχτεί. Αυτή είναι η ουσία του υπέρτατου μεγαλείου του Θ., το θείο μυστήριο, που κάνει τον Θ. ανώτατο κύριο, άγιο, απόλυτα διάφορο, έτσι που όχι μόνο συνυπάρχουν ταυτόχρονα ο «αποκαλυφθείς» Θ. και o «κεκρυμμένος» Θ., αλλά ο Θ. αποκαλύπτεται ακριβώς στον «κεκρυμμένο» Θ. Η αντίληψη αυτή εξέθρεψε την ιδέα του Θ. του Καλβίνου, ο οποίος θεωρείται πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα o ανώτατος κυρίαρχος. Ο Καρλ Μπαρτ υποστήριξε αργότερα την άποψη αυτή του θείου μυστηρίου με μία θεολογική έρευνα πλούσια σε συμπεράσματα.
Κατά τους νεότερους χρόνους, o Τελάρ ντε Σαρντέν υποστήριξε ότι o Θ. εκδηλώνεται με την εξέλιξη του κόσμου, που έχει δημιουργηθεί από το Άλφα, σημείο δηλαδή αφετηρίας του, έως το Ωμέγα, προς το οποίο τείνει. Έτσι, η έρευνα για τον Θ. συνοδεύει τον άνθρωπο σε κάθε στιγμή της εξέλιξής του και γίνεται ένα ουσιώδες συστατικό της πορείας του προς την τελειότητα.
Ο Θεός πανόπτης. Τετρακέφαλος Βράχμα που έχει το βλέμμα στραμμένο προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, έργο λαϊκής ζωγραφικής του Νεπάλ.
Ο Θεός νομοθετεί στην Πεντάτευχο. Στη φωτογραφία, παλαιό αντίτυπό της στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου).
Λεπτομέρεια από το έργο του Μιχαήλ Άγγελου «Δημιουργία του Αδάμ» (Καπέλα Σιξτίνα, Ρώμη).
* * *και θιός, ο, θηλ. θεά και θέαινα (AM θεός, θηλ. θεά και θέαινα Α βοιωτ., κυπρ. και κρητ. τ. θιός, λακων. τ. σιός, δωρ. θεύς)1. ανώτερη υπερφυσική δύναμη που λατρεύεται ως δημιουργός και παντοκράτωρ2. (στη χριστιανική θρησκεία) ο άναρχος και αιώνιος δημιουργός τού κόσμου3. καθετί που λατρεύεται από τους ανθρώπους ως προσωποποίηση τού θείου («τὸ δὲ λοιπὸν [ξύλον] ἐργάσαντο θεοὺς καὶ προσκυνοῦσιν αὐτοῑς», ΠΔ)4. καθετί που αγαπάμε πολύ, που εκτιμάμε και λατρεύουμε («θεός του είναι το χρήμα»)νεοελλ.1. ο υπερβολικά ωραίος («αυτός είναι σωστός θεός»)2. θεότητα που μεριμνά για κάποιο αίσθημα ή αντικείμενο («ο θεός τής αγάπης είναι ο Έρως»)3. φρ. α) «προς θεού» ή «για τ' όνομα τού θεού» — αναφώνηση παρακλητική ή προτρεπτικήβ) «ο θεός να δώσει» — μακάριγ) «ο θεός να μην τό δώσει» ή «θεός φυλάξοι» ή «ο θεός να φυλάει» — μακάρι να μη... δ) «ο θεός βοηθός» ή «ο θεός μαζί σας» — μακάρι να σάς βοηθήσει ο θεόςε) «άνθρωπος τού θεού» — άνθρωπος αφιερωμένος στον θεόστ) «ελέω θεού» — τίτλος ηγεμόνων ή αρχιερέων που δηλώνει ότι η εξουσία τους προέρχεται από τον θεό απέναντι στον οποίο και μόνο είναι υπόλογοιζ) «δόξα σοι ο θεός» — ευχαριστία για ένα έργο το οποίο επιτεύχθηκεη) «από μηχανής θεός» — θεότητα που εμφανιζόταν στη σκηνή τού αρχαίου ελληνικού θεάτρου προς λύση τού δράματοςθ) «δεν έχει το θεό του» — είναι αλλοπρόσαλλος ή υπερβολικά παράτολμος, που αποτολμά τα πιο απίθανα πράγματα4. παροιμ. α) «ο θεός αργεί μα δεν λησμονεί» — ο θεός αποδίδει δικαιοσύνη έστω και αργάβ) «αρνί που τό βλέπει ο θεός ο λύκος δεν τό τρώει» — οι κακοί δεν μπορούν να βλάψουν αυτούς που προστατεύονται από τον θεόγ) «να φοβάσαι κείνον που θεό δεν φοβάται» — οι άθεοι και οι ασεβείς είναι οι πιο επικίνδυνοι άνθρωποιδ) «όλα τα ξέρει ο θεός μόνο διαίρεση δεν ξέρει» — ο θεός δεν μοίρασε δίκαια τα αγαθά στους ανθρώπουςε) «νηστεύω θεέ μου! στανιό σου φτωχέ μου» — γι' αυτούς που νηστεύουν από ανέχεια, κι όμως καυχιώνται για τη νηστείαστ) «νηστεύει ο δούλος τού θεού γιατί φαΐ δεν έχει» — γι' αυτούς που νηστεύουν αναγκαστικάζ) «οταν δίνει ο θεός τ' αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί» — αυτοί που πλουτίζουν χωρίς κόπο σπαταλούν εύκολα την περιουσία τουςη) «ο θεός παιδιά δεν μού 'δωκε και μού 'δωκε προγόνια» — ο θεός μού έδωσε ό,τι δεν ήθελα και μού αρνήθηκε ό,τι ήθελααρχ.1. αυτός που άρχει, που εξουσιάζει2. στον πληθ. oἱ θεοίοι αστέρες3. φρ. α) (για όρκο) «πρὸς θεῶν» — για το όνομα τών θεώνβ) (για αναφωνήσεις εκπλήξεως) «τοὺς θεούς σοι!» — οι θεοί μαζί σου, σε καλό σου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το λατ. deus, τo οποίο ανάγεται σε ΙΕ' τ. *dei-wos, αποκλείεται για φωνητικούς λόγους. Επικρατέστερες παρουσιάζονται δύο υποθέσεις. Σύμφωνα με την πρώτη θεός < *θFεσός, οπότε συνδέεται με το λιθ. dvasia «πνεύμα» και το μσν. άνω γερμ. getwās «φάντασμα». Η υπόθεση αυτή ερμηνεύει τα συνθ. με α' συνθετικό θεσ- (π.χ. θέσφατος), παρουσιάζει όμως και φωνητικά προβλήματα (τόσο ο μυκηναϊκός τ. teo όσο και η μετρική δεν παρέχουν καμία ένδειξη προϋπάρχοντος -F-) και σημασιολογικά (οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν πνευματική αντίληψη για το θείο, όπως υποδηλώνεται από τους υποτιθέμενους συγγενείς τ. τών άλλων ΙΕ γλωσσών, αλλά ανθρωπομορφική). Σύμφωνα με τη δεύτερη υπόθεση, η λ. θεός ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *dhē-/dhә1- «τοποθετώ», όπως και το ρ. τί-θη-μι, οπότε συνδέεται με το αρμ. di-k «θεοί» και τα λατ. feriae «αργίες», festus «εορταστικός». Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, η λ. θεός δήλωνε αρχικά τις πέτρινες λατρευτικές στήλες. Δυσερμήνευτες παραμένουν ωστόσο η ποσότητα τού -ε (-ĕ- τού θεός < -ē- τού *dhē-) και η ύπαρξη τ. θεσ- στον οποίο η λ. απαντά ως α' συνθετικό εκ παραλλήλου με τον τ. θεο-*.ΠΑΡ. θεά, θεϊκός, θείος, θεότητααρχ.θεάζω, θέαινα, θεώ. ΣΥΝθ. (Α' συνθετικό) βλ. θεο-, θεοισεχθρία, θεόσδοτος, θεόσδωρος, θεούπολις. (Β' συνθετικό) αδελφόθεος, άθεος, αντίθεος, ένθεος, ισόθεος, φιλόθεοςαρχ.αγχίθεος, αδεισίθεος, ακουσίθεος, αξιόθεος, απόθεος, αυτόθεος, δεισίθεος, δύσθεος, δωδεκάθεος, επίθεος, επτάθεος, ζάθεος, ηγάθεος, ήθεος, ηίθεος, ημίθεος, κακόθεος, κατάθεος, κατηγάθεος, κριόθεος, μισόθεος, μνησίθεος παλαίθεος πολύθεος, σεμνόθεος, υπέρθεος, φιλένθεοςνεοελλ.αρνησίθεος].
Dictionary of Greek. 2013.